- διαφθαρτικός
- διαφθαρτικός, ή, όν,A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφθαρτικός — ή, όν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
διαφθαρτικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθαρτικά — διαφθαρτικός destructive neut nom/voc/acc pl διαφθαρτικά̱ , διαφθαρτικός destructive fem nom/voc/acc dual διαφθαρτικά̱ , διαφθαρτικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθαρτικόν — διαφθαρτικός destructive masc acc sg διαφθαρτικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)